- υδρολόγος
- ο, η, Νεπιστήμονας ειδικευμένος στην υδρολογία.[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)-* + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδρολόγος — ο επιστήμονας ειδικός στην υδρολογία (βλ. λ.), υδατολόγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
υδατολόγος — ο, η, Ν υδρολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύδωρ, ύδατος + λόγος*] … Dictionary of Greek
υδατολόγος — ο ο υδρολόγος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)